χώνω

χώνω
μετ.
1) совать, всовывать, засовывать;

χών τα χέρια μου στην τσέπη — совать руки в карман;

2) вбивать, забивать; втыкать (в землю);
3) закапывать, зарывать (в землю); засыпать (землёй); 4) закладывать, засовывать (в какое-л. место); заваливать (чём-л.); 5) прятать; 6) втыкать, вонзать (нож и т. п.); του 'χώσε το μαχαίρι он всадил ему нож;

§ χώνω στη φυλακή — упрятать в тюрьму;

χώνω γκολ — забить гол;

παντού χώνει τη μύτη του — он всюду суёт свой нос;

χώνομαι

1) — залезать, влезать, забираться (куда-л.);

χώνομαι στη λάσπη — влезать в грязь;

2) пролезать; втираться, затёсываться (прост.);
3) втискиваться (куда-л.); 4) прятаться; χώθηκε στο πλήθος он затерялся в толпе; 5) соваться;

χώνομαι στίς ξένες υποθέσεις — соваться в чужие дела;

§ χώνεται παντού — он всюду суёт свой нос;

χώθηκε στα χρέη ως το λαιμό он по уши в долгах

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "χώνω" в других словарях:

  • χώνω — χώνω, έχωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χώνω — χῶ, όω, ΝΑ, και διαλ. τ. χούνω Ν καλύπτω με χώμα, παραχώνω, θάβω (α. «τόν έχωσαν κάπου πρόχειρα για να μην τόν βρουν οι εχθροί» β. «ἀπόδος δάμαρτος νέκυν, ὅπως χώσω τάφω», Ευρ.) νεοελλ. 1. μπήγω κάτι στο έδαφος 2. κρύβω κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή… …   Dictionary of Greek

  • χώνω — έχωσα, χώθηκα, χωμένος και χωσμένος 1. βάζω κάτι βαθιά στο χώμα: Έχωσαν στο χωράφι έναν τενεκέ με λίρες. 2. θάβω, κρύβω κάτι μέσα σε άλλο πράγμα, σκεπάζω: Χώνει τα χρήματά του κάτω από το στρώμα. 3. το μέσο, χώνομαι τρυπώνω, μπαίνω κάπου,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπήγω — και μπήζω και μπήχνω και μπήχτω (Μ μπήγω και σμπήγω και μπήσσω και μπήζω) εισάγω κάτι μέσα σε άλλο ή στο έδαφος ή σε στερεό σώμα με πίεση ή χτύπημα, καρφώνω, χώνω («τού γιου μου αρπάζω το σπαθί στα στήθη της τό μπήγω», Βιζυην.) νεοελλ. 1. τρώγω… …   Dictionary of Greek

  • συγκατορύσσω — αττ. τ. συγκατορύττω Α 1. χώνω κάτι μαζί με άλλο 2. θάβω κάποιον μαζί με άλλον («ἐφεξῆς τῷ Δημοκρίτῳ τὸν Παρμενίδην συγκατορύττειν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κατορύσσω «σκάβω λάκκο και χώνω κάτι μέσα, θάβω»] …   Dictionary of Greek

  • υποχώννυμι — ΜΑ χώνω κάτι κάτω από κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χώννυμι «χώνω»] …   Dictionary of Greek

  • χώσιμο — και διαλ. τ. χούσιμο, το, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χώνω, έμπηξη («οι πάσσαλοι θέλουν καλό χώσιμο») 2. επικάλυψη με χώμα 3. απόκρυψη σε βάθος, καταχώνιασμα 4. ενταφιασμός, θάψιμο 5. (ιδιωμ.) συνουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χωσ τού αορ.… …   Dictionary of Greek

  • Medieval Greek — Ἑλληνική Ellinikí Spoken in eastern Mediterranean Extinct developed into Modern Greek by 1453 …   Wikipedia

  • Byzantinisches Griechisch — Mittelgriechisch Zeitraum 600–1453 Ehemals gesprochen in Staatsgebiet des Byzantinischen Reichs, südliche Balkanhalbinsel, Süditalien, Kleinasien, Schwarzmeerküste, Ostküste des Mittelmeers und heutiges Ägypten Linguistische Klassifikation Indo… …   Deutsch Wikipedia

  • Mittelgriechisch — Zeitraum 600–1453 Ehemals gesprochen in Staatsgebiet des Byzantinischen Reichs, südliche Balkanhalbinsel, Süditalien, Kleinasien, Schwarzmeerküste, Ostküste des Mittelmeers und heutiges Ägypten Linguistische Klassifikation Indo Europäisch… …   Deutsch Wikipedia

  • Mittelgriechische Sprache — Mittelgriechisch Zeitraum 600–1453 Ehemals gesprochen in Staatsgebiet des Byzantinischen Reichs, südliche Balkanhalbinsel, Süditalien, Kleinasien, Schwarzmeerküste, Ostküste des Mittelmeers und heutiges Ägypten Linguistische Klassifikation Indo… …   Deutsch Wikipedia


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»